Η Λία ήταν 16 χρονών όταν ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Ταξίδευε πολλές μέρες με τη μητέρα της από τη Γεωργία μέχρι να φτάσει στην Κρήτη.
Όταν πρωτοήρθε της φαίνονταν όλα παράξενα. Άλλη ζωή, άλλη γλώσσα, άλλοι άνθρωποι.
Η μητέρα της της βρήκε μετά από μερικές μέρες μια δουλειά σε ένα σπίτι. Έπρεπε να φροντίζει την ηλικιωμένη Μαρία. Με τη Μαρία για να συνεννοηθούν έκαναν νοήματα. Η Λία δεν ήξερε να μιλάει την καινούργια γλώσσα. Με τον καιρό όμως έμαθε να χρησιμοποιεί σωστά τα ελληνικά. Σ’ αυτό βοήθησε το νεαρό της ηλικίας της και η υπομονετική Μαρία, η οποία, τα βράδια που κάθονταν μόνες τους, της έγραφε την αλφαβήτα και της υπαγόρευε τις άγνωστες λέξεις, τις οποίες η Λία έγραφε σε ένα τετραδιάκι που κρατούσε πάντα μαζί της. Το βράδυ, λίγο πριν κοιμηθεί, μελετούσε τις καινούργιες λέξεις που είχε μάθει.
Η Λία δεν είχε φίλες. Μόνο τη Μαρία. Σ’ αυτήν έλεγε ό,τι την απασχολούσε. Και την απασχολούσαν πολλά, σ’ αυτή την ηλικία. Έβλεπε τις ελληνίδες συνομήλικές της που περνούσαν με τους φίλους και τις φίλες τους έξω απ’ το σπίτι τα βράδια και ένιωθε κάποια μοναξιά, την οποία όμως ποτέ δεν παραδεχόταν. Όταν έβγαινε το πρωί να πάει για ψώνια, έβαζε κι αυτή ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνες γόβες και έβαφε έντονα τα εφηβικά της χείλια.
Τα Χριστούγεννα τα πέρασε με την οικογένεια της Μαρίας. Ήταν ωραία, αν και θα προτιμούσε να βρίσκεται στο σπίτι της, στη Γεωργία, με τον πατέρα της, τη δικιά της γιαγιά, και τα 3 αδέλφια της. Είχε εδώ μόνο τη μαμά της, αλλά την έβλεπε μόνο αν οι μέρες που είχε ρεπό συνέπιπταν με τις δικές της.
Δεν παραπονιόταν. Είχε το σχέδιό της. Δεν ήθελε φίλους, παρέες και τέτοια. Είναι μικρή ακόμα. Έστελνε το μισθό της στον πατέρα της για να της μαζέψει χρήματα. Θα δούλευε για λίγο καιρό ακόμα, και μετά θα επέστρεφε στη Γεωργία και θα άνοιγε ένα κομμωτήριο, θα έβρισκε ένα καλό παιδί και θα έκανε τη δική της οικογένεια.
Η Μαίρη είναι γύρω στα 42. Το παρουσιαστικό της είναι λίγο άκομψο. Είναι γεροδεμένη και, όταν μιλάει, πες ότι είναι από την προσπάθειά της να εκφράσει αυτό που θέλει στα ελληνικά, οι φωνές της ακούγονται από μακριά. Έχει όμως μια σπάνια καρδιά. Ο πατέρας της στη Βουλγαρία την πάντρεψε όταν ήταν 19 χρονών με κάποιον που ήταν 26 χρόνια μεγαλύτερός της. Πέρασε καλά με τον άντρα της. Έκαναν μαζί 3 παιδιά, τα πάντρεψαν, αλλά τα τελευταία 15 χρόνια ο άντρας της έχει προβλήματα καρδιάς και αναγκάζεται να είναι στο κρεβάτι. Με τον άντρα της είχαν μια μεγάλη έκταση που καλλιεργούσαν, δούλευαν σκληρά αλλά πήγαιναν πολύ καλά. Λίγο όμως η αρρώστια του άντρα της, λίγο οι συνθήκες στη χώρα της, κάτι δεν πήγε καλά και έχασαν όλα τους τα υπάρχοντα. Τώρα έπρεπε να δουλέψει ακόμα πιο σκληρά για να πληρώνει τα δάνεια που είχαν πάρει.
Στην Ελλάδα δουλεύει στο σπίτι του ηλικιωμένου Δημήτρη. Ο Δημήτρης είναι άνθρωπος τραχύς και ιδιότροπος. Δηλαδή καλός άνθρωπος είναι, αλλά έχει πολλές απαιτήσεις. Δεν της φέρεται πάντα και πολύ ευγενικά, αλλά, μεγάλος άνθρωπος είναι, η Μαίρη τον κατανοεί. Άλλωστε και αν έφευγε πού θα πήγαινε; Ίσως να είναι χειρότερα.
Την περασμένη Παρασκευή την πήρε τηλέφωνο η μικρή κόρη της από τη Βουλγαρία. Πέθανε ο άντρας της. Εντάξει, ήταν άρρωστος, το ήξερε, αλλά, όσο να ΄ναι, στενοχωρήθηκε. Εκτός από τη λύπη της, αυτό που την απασχολούσε ήταν ότι δε θα είχαν λεφτά στη Βουλγαρία τα παιδιά της για την κηδεία.
Η Μαίρη δε μπορούσε να επιστρέψει πίσω στη Βουλγαρία. Αν πήγαινε στην κηδεία δε θα μπορούσε να ξαναγυρίσει στην Ελλάδα. Δυστυχώς δεν είχε χαρτιά. Με το μισθό της εδώ στην Ελλάδα που έστελνε κάθε μήνα, μπορούσαν να ζουν πιο άνετα οι οικογένειες των παιδιών της. Αν έμενε στη Βουλγαρία δε θα έβρισκε δουλειά και η οικογένειά της θα πεινούσε.
Όταν το έμαθε για τον άντρα της πήγε στη γειτόνισσα του Δημήτρη, τη Χρυσούλα, που ήταν η μόνη που την καταλάβαινε, και της είπε τον πόνο της.
Η Χρυσούλα μάζεψε από όλη τη γειτονιά κάποια λεφτά και τα έδωσε στη Μαίρη, η οποία τα έστειλε με έμβασμα στα παιδιά της στη Βουλγαρία.
Τώρα, όταν ο Δημήτρης είχε τις παραξενιές του και της μιλούσε άσχημα, η Μαίρη ένιωθε ακόμα πιο μόνη.
Η κυρία Γκαλίνα είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα που μόλις είχε κλείσει τα 64. Πίσω στην Ουκρανία έχει μια κόρη.
Η κυρία Γκαλίνα είναι πολύ φτωχή. Στην Ελλάδα δουλεύει στο σπίτι της Αγγελικής. Και η Αγγελική είναι ηλικιωμένη, αλλά έχει κινητικά προβλήματα και δε μπορεί να εξυπηρετείται μόνη της. Τα απογεύματα την αφήνει για λίγες ώρες και πηγαίνει σε άλλες πολυκατοικίες και καθαρίζει τις σκάλες. Μένει στο σπίτι της Αγγελικής. Όλα τα λεφτά που βγάζει τα στέλνει στην κόρη της. Περίπου μια φορά το μήνα της στέλνει και ένα δέμα, με μακαρόνια, γάλα, λάδι και διάφορα άλλα τρόφιμα.
Η κυρία Γκαλίνα έχει ένα φόρεμα και το φοράει όταν βγαίνει έξω με την Αγγελική. Τα καλά της παπούτσια είναι λίγο φθαρμένα αλλά κρατάνε ακόμα. Στο πρόσωπό της διακρίνεις πάντα ένα πικρό αλλά αξιοπρεπές χαμόγελο.
Της αρέσει εδώ στην Ελλάδα. Ευτυχώς έχει φτιάξει και τα χαρτιά της και τώρα δεν κινδυνεύει να την πιάσει η «Αστρονομία», όπως την αποκαλεί. Είχε παλέψει πολύ για να φτιάξει τα χαρτιά της. Πριν από μερικά χρόνια είχε δώσει 3.000 ευρώ σε κάποιον που της είχε υποσχεθεί να της βγάλει την πράσινη κάρτα και αυτός της έδωσε ένα χαρτί με σφραγίδες που κάτι έγραφε το οποίο η κυρία Γκαλίνα δεν πολυκαταλάβαινε και μετά εξαφανίστηκε.
Ελπίζει κάποια μέρα να παντρευτεί η κόρη της και η ίδια να επιστρέψει στην Ουκρανία και να παίζει με τα εγγονάκια της. Κατά βάθος τι περισσότερο να θέλει κανείς απ’ τη ζωή;
Αφιερωμένο σε όσους αύριο θα είναι ακούσια μόνοι
(Πίνακες: Solitude-Giorgio De Chirico, Stratified Rocks-Max Ernst, The Tower and The Wheel-Robert Delaunay)
Η μητέρα της της βρήκε μετά από μερικές μέρες μια δουλειά σε ένα σπίτι. Έπρεπε να φροντίζει την ηλικιωμένη Μαρία. Με τη Μαρία για να συνεννοηθούν έκαναν νοήματα. Η Λία δεν ήξερε να μιλάει την καινούργια γλώσσα. Με τον καιρό όμως έμαθε να χρησιμοποιεί σωστά τα ελληνικά. Σ’ αυτό βοήθησε το νεαρό της ηλικίας της και η υπομονετική Μαρία, η οποία, τα βράδια που κάθονταν μόνες τους, της έγραφε την αλφαβήτα και της υπαγόρευε τις άγνωστες λέξεις, τις οποίες η Λία έγραφε σε ένα τετραδιάκι που κρατούσε πάντα μαζί της. Το βράδυ, λίγο πριν κοιμηθεί, μελετούσε τις καινούργιες λέξεις που είχε μάθει.
Η Λία δεν είχε φίλες. Μόνο τη Μαρία. Σ’ αυτήν έλεγε ό,τι την απασχολούσε. Και την απασχολούσαν πολλά, σ’ αυτή την ηλικία. Έβλεπε τις ελληνίδες συνομήλικές της που περνούσαν με τους φίλους και τις φίλες τους έξω απ’ το σπίτι τα βράδια και ένιωθε κάποια μοναξιά, την οποία όμως ποτέ δεν παραδεχόταν. Όταν έβγαινε το πρωί να πάει για ψώνια, έβαζε κι αυτή ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνες γόβες και έβαφε έντονα τα εφηβικά της χείλια.
Τα Χριστούγεννα τα πέρασε με την οικογένεια της Μαρίας. Ήταν ωραία, αν και θα προτιμούσε να βρίσκεται στο σπίτι της, στη Γεωργία, με τον πατέρα της, τη δικιά της γιαγιά, και τα 3 αδέλφια της. Είχε εδώ μόνο τη μαμά της, αλλά την έβλεπε μόνο αν οι μέρες που είχε ρεπό συνέπιπταν με τις δικές της.
Δεν παραπονιόταν. Είχε το σχέδιό της. Δεν ήθελε φίλους, παρέες και τέτοια. Είναι μικρή ακόμα. Έστελνε το μισθό της στον πατέρα της για να της μαζέψει χρήματα. Θα δούλευε για λίγο καιρό ακόμα, και μετά θα επέστρεφε στη Γεωργία και θα άνοιγε ένα κομμωτήριο, θα έβρισκε ένα καλό παιδί και θα έκανε τη δική της οικογένεια.
Η Μαίρη είναι γύρω στα 42. Το παρουσιαστικό της είναι λίγο άκομψο. Είναι γεροδεμένη και, όταν μιλάει, πες ότι είναι από την προσπάθειά της να εκφράσει αυτό που θέλει στα ελληνικά, οι φωνές της ακούγονται από μακριά. Έχει όμως μια σπάνια καρδιά. Ο πατέρας της στη Βουλγαρία την πάντρεψε όταν ήταν 19 χρονών με κάποιον που ήταν 26 χρόνια μεγαλύτερός της. Πέρασε καλά με τον άντρα της. Έκαναν μαζί 3 παιδιά, τα πάντρεψαν, αλλά τα τελευταία 15 χρόνια ο άντρας της έχει προβλήματα καρδιάς και αναγκάζεται να είναι στο κρεβάτι. Με τον άντρα της είχαν μια μεγάλη έκταση που καλλιεργούσαν, δούλευαν σκληρά αλλά πήγαιναν πολύ καλά. Λίγο όμως η αρρώστια του άντρα της, λίγο οι συνθήκες στη χώρα της, κάτι δεν πήγε καλά και έχασαν όλα τους τα υπάρχοντα. Τώρα έπρεπε να δουλέψει ακόμα πιο σκληρά για να πληρώνει τα δάνεια που είχαν πάρει.
Στην Ελλάδα δουλεύει στο σπίτι του ηλικιωμένου Δημήτρη. Ο Δημήτρης είναι άνθρωπος τραχύς και ιδιότροπος. Δηλαδή καλός άνθρωπος είναι, αλλά έχει πολλές απαιτήσεις. Δεν της φέρεται πάντα και πολύ ευγενικά, αλλά, μεγάλος άνθρωπος είναι, η Μαίρη τον κατανοεί. Άλλωστε και αν έφευγε πού θα πήγαινε; Ίσως να είναι χειρότερα.
Την περασμένη Παρασκευή την πήρε τηλέφωνο η μικρή κόρη της από τη Βουλγαρία. Πέθανε ο άντρας της. Εντάξει, ήταν άρρωστος, το ήξερε, αλλά, όσο να ΄ναι, στενοχωρήθηκε. Εκτός από τη λύπη της, αυτό που την απασχολούσε ήταν ότι δε θα είχαν λεφτά στη Βουλγαρία τα παιδιά της για την κηδεία.
Η Μαίρη δε μπορούσε να επιστρέψει πίσω στη Βουλγαρία. Αν πήγαινε στην κηδεία δε θα μπορούσε να ξαναγυρίσει στην Ελλάδα. Δυστυχώς δεν είχε χαρτιά. Με το μισθό της εδώ στην Ελλάδα που έστελνε κάθε μήνα, μπορούσαν να ζουν πιο άνετα οι οικογένειες των παιδιών της. Αν έμενε στη Βουλγαρία δε θα έβρισκε δουλειά και η οικογένειά της θα πεινούσε.
Όταν το έμαθε για τον άντρα της πήγε στη γειτόνισσα του Δημήτρη, τη Χρυσούλα, που ήταν η μόνη που την καταλάβαινε, και της είπε τον πόνο της.
Η Χρυσούλα μάζεψε από όλη τη γειτονιά κάποια λεφτά και τα έδωσε στη Μαίρη, η οποία τα έστειλε με έμβασμα στα παιδιά της στη Βουλγαρία.
Τώρα, όταν ο Δημήτρης είχε τις παραξενιές του και της μιλούσε άσχημα, η Μαίρη ένιωθε ακόμα πιο μόνη.
Η κυρία Γκαλίνα είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα που μόλις είχε κλείσει τα 64. Πίσω στην Ουκρανία έχει μια κόρη.
Η κυρία Γκαλίνα είναι πολύ φτωχή. Στην Ελλάδα δουλεύει στο σπίτι της Αγγελικής. Και η Αγγελική είναι ηλικιωμένη, αλλά έχει κινητικά προβλήματα και δε μπορεί να εξυπηρετείται μόνη της. Τα απογεύματα την αφήνει για λίγες ώρες και πηγαίνει σε άλλες πολυκατοικίες και καθαρίζει τις σκάλες. Μένει στο σπίτι της Αγγελικής. Όλα τα λεφτά που βγάζει τα στέλνει στην κόρη της. Περίπου μια φορά το μήνα της στέλνει και ένα δέμα, με μακαρόνια, γάλα, λάδι και διάφορα άλλα τρόφιμα.
Η κυρία Γκαλίνα έχει ένα φόρεμα και το φοράει όταν βγαίνει έξω με την Αγγελική. Τα καλά της παπούτσια είναι λίγο φθαρμένα αλλά κρατάνε ακόμα. Στο πρόσωπό της διακρίνεις πάντα ένα πικρό αλλά αξιοπρεπές χαμόγελο.
Της αρέσει εδώ στην Ελλάδα. Ευτυχώς έχει φτιάξει και τα χαρτιά της και τώρα δεν κινδυνεύει να την πιάσει η «Αστρονομία», όπως την αποκαλεί. Είχε παλέψει πολύ για να φτιάξει τα χαρτιά της. Πριν από μερικά χρόνια είχε δώσει 3.000 ευρώ σε κάποιον που της είχε υποσχεθεί να της βγάλει την πράσινη κάρτα και αυτός της έδωσε ένα χαρτί με σφραγίδες που κάτι έγραφε το οποίο η κυρία Γκαλίνα δεν πολυκαταλάβαινε και μετά εξαφανίστηκε.
Ελπίζει κάποια μέρα να παντρευτεί η κόρη της και η ίδια να επιστρέψει στην Ουκρανία και να παίζει με τα εγγονάκια της. Κατά βάθος τι περισσότερο να θέλει κανείς απ’ τη ζωή;
Αφιερωμένο σε όσους αύριο θα είναι ακούσια μόνοι
(Πίνακες: Solitude-Giorgio De Chirico, Stratified Rocks-Max Ernst, The Tower and The Wheel-Robert Delaunay)
3 σχόλια:
Το ξέρεις καλά ότι οι ιστορίες σου δεν είναι καθόλου ασήμαντες...
ούτε όμως και τη ζωή λιγότερο 9 ή περισσότερο ) σκληρή.
Τουλάχιστον όχι για όσους είναι ευαίσθητοι, όπως εσύ Πολυχρόνη,
να είσαι καλά. Ακούσια ή εκούσια μόνος, έχει άραγε σημασία; Ένα 'ά" κι ένε "ε"¨είναι μόνο. Τα υπόλοιπα- νομοτέλειες.
Όταν είναι δική σου η επιλογή δε νοιώθεις τόσο μόνος.
Οι ιστορίες, όπως και οι πρωταγωνιστές τους, είναι ασήμαντες. Δε θα γίνουν ποτέ είδηση.Μόνο αν φτάσουν στα όρια της αναξιοπρέπειας και του οίκτου θα περάσουν στα ΜΜΕ.
Μόνο τα ηχηρά ονόματα μάς εντυπωσιάζουν. Με ποιον τα έφτιαξαν, πού έκαναν διακοπές, πόσα λεφτά έχουν.Και λοιπά σημαντικά.
Λες και το νόημα είναι αυτό...
Υ.Γ.: οι πρωταγωνιστές δεν είναι αποκυήματα της φαντασίας μου, υπήρξαν, κάποια στιγμή, συνοδοιπόροι στη ζωή μου.
Οι ιστορίες των συνοδοιπόρων είναι για εμάς περισσότερο σημαντικές από τα κοσμικά κουτσομπολιά των δελτίων.
Ο τρόπος που αποτυπώνεις μια "ασήμαντη" ιστορία σε ένα κείμενο ή σε μια φωτογραφία της δίνουν τη διάσταση που της αρμόζει. Έχεις το ταλέντο να αναδεικνύεις πράγματα που οι υπόλοιποι προσπερνάμε χωρίς να προσέξουμε.
Άλλωστε είμαστε όλοι πρωταγωνιστές σε μια ασήμαντη ιστορία, πόσο μάλλον οι άνθρωποι που ζουν με μικρές ή μεγάλες στερήσεις.
Δημοσίευση σχολίου