Κε Διευθυντή,
Διάβασα πριν από μερικές μέρες στην έγκριτη εφημερίδα σας με μεγάλο ενδιαφέρον το άρθρο της καλής δημοσιογράφου Μαρίας Βασιλάκη με τίτλο «Μια όμορφη γραφική γωνιά της πόλης», καθότι αφορούσε…τη γειτονιά μου.
Θα ήθελα να σας πληροφορήσω σχετικά τα παρακάτω:
Όπως και στο ίδιο το άρθρο αναφέρεται, πρόκειται για ένα στενό δρομάκι στην καρδιά του Ρεθύμνου, που συνδέει τον Πλάτανο με το Λαογραφικό Μουσείο, και όπου μερικοί παλιοί, βέροι, όπως λέμε, Ρεθεμνιώτες έχουν την ατυχία αλλά και το κουράγιο να ζουν ακόμα εκεί.
Πράγματι, η γειτονιά μας είναι πολύ γραφική. Ακόμα έχω ζωντανές στη μνήμη μου τις καλοκαιρινές βραδιές μερικών χρόνων πίσω που κάθε γείτονας έφερνε την καρέκλα του από το σπίτι του, μαζευόταν όλη η γειτονιά κάτω από το φως του στύλου, και «βεγγέριζε». Πράγματι τότε ήταν άλλες εποχές, όπου η αθωότητα και η αυθεντικότητα της γειτονιάς ήταν ένα αυθόρμητο κοινωνικό φαινόμενο, και, αφορούσε εποχές που ο νεοπλουτισμός και η επιδειξιμανία ήταν ξένα σώματα προς τη μικρή μας κοινωνία.
Σήμερα η παλιά αυτή γειτονιά έχει αφανιστεί, λόγω αποδημίας των περισσότερων κατοίκων εις Κύριον, ή λόγω αποδημίας άλλων σε άλλες, πιο ανθρώπινες, σήμερα, γειτονιές. Στα χνάρια αυτής της παλιάς εποχής πριν από λίγα χρόνια άρχισαν να λειτουργούν τα λεγόμενα «ρακάδικα», που προσφέρουν «γνήσια φιλοξενία» στους αναρίθμητους καθημερινά θαμώνες.
Είναι αλήθεια ότι η παλιά πόλη έχει πολλά να διδάξει σε ομορφιά, παράδοση και ανθρώπινη διάσταση της καθημερινής διασκέδασης. Όμως αυτό που συμβαίνει σήμερα με τα «ρακάδικα», ας με συγχωρέσει η συντάκτρια του άρθρου, δεν έχει να κάνει με τα παραπάνω.
Προσπαθεί με επιμέλεια η δημοτική αρχή να επιβάλει απαγόρευση κυκλοφορίας των οχημάτων στην Παλιά Πόλη προκειμένου να διαφυλαχθεί η ησυχία και η γαλήνη των κατοίκων. Αναρωτιέμαι όμως, αν προσπαθούσε ποτέ κανείς από τους Δημοτικούς Συμβούλους να έρθει στη θέση ενός άμοιρου κατοίκου της περιοχής, θα αντιλαμβανόταν ποιο είναι το τελικό αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας; Θα επιχειρήσω να σας το πω εγώ, περιγράφοντας μια, οποιαδήποτε, μέρα μου ως κατοίκου της Παλιάς Πόλης:
Το πρωί νόμιμα θα ξεκινήσω με το μοτοποδήλατό μου να πάω στη δουλειά μου. Και ως εδώ όλα καλά. Το μεσημέρι για να επιστρέψω όμως θα πρέπει είτε να τσουλήσω σβησμένο το όχημά μου (μέσα στο κατακαλόκαιρο) μέχρι το σπίτι μου, καθότι υπάρχει, μετά τις 11, απαγόρευση διέλευσης, είτε να οδηγήσω αυτό, παρανομών, από το τελευταίο στενό δεξιά με τον ίδιο προορισμό, παίζοντας το παιχνίδι του κλέφτη και αστυνόμου, και κινδυνεύοντας να μου επιβληθεί ένα τσουχτερό πρόστιμο για την παράνομη αυτή διέλευσή μου. Και στις δύο περιπτώσεις πάντως, εγώ, ο νομοταγής πολίτης, θα συναντήσω δεκάδες άλλες μηχανές, διανομέων φαγητού και μη, να διέρχονται μέσα από το ιστορικό κέντρο και μάλιστα με ουδεμία ανασφάλεια των οδηγών τους, αναρωτώμενος αν όλοι αυτοί είναι κάτοικοι της Παλιάς Πόλης με κανονική άδεια εισόδου ή αν θα πρέπει να μπω κι εγώ στο πνεύμα της μικροκοινωνίας μας και να αρχίσω να συνάπτω…κουμπαριές με άτομα που βρίσκονται στα κατάλληλα πόστα.
Στην περίπτωση δε που θα έχω τη φιλοδοξία (ή την ανάγκη) να διέλθω με το αυτοκίνητό μου (εδώ έχω κανονική άδεια εισόδου λόγω υφιστάμενων ειδικών λόγων), ας πούμε επειδή θα πρέπει να ξεφορτώσω τα ψώνια μου, τότε, αλίμονο, θα πρέπει να διαλέξω μια ώρα από τα ξημερώματα έως νωρίς το μεσημέρι. Με πολλαπλές συνεννοήσεις με τους οδηγούς των οχημάτων τροφοδοσίας των καταστημάτων και αμοιβαίες μανούβρες, αφού και αυτοί τις ίδιες ώρες θα έχουν σταματήσει στους ίδιους δρόμους για να κάνουν τη δουλειά τους. Το υπόλοιπο εικοσιτετράωρο η άδεια εισόδου μού είναι άχρηστη. Τρέμω στην ιδέα να καταστεί αναγκαίο να μεταφέρω εσπευσμένα κάποιον δικό μου, για παράδειγμα το βράδυ… Θα πρέπει να σηκώσω (και να ξεσηκώσω) όλους τους θαμώνες όλων των εν λόγω «ρακάδικων» για μια –ο μη γένοιτο!- διέλευση.
Όμως, και χωρίς να έχω την –υπερβολική- απαίτηση να έλθω έφιππος μέχρι το σπίτι μου, πόσα και πόσα βράδια χρειάστηκε να ζητήσω συγγνώμη από τους θαμώνες και να τους παρακαλέσω να μετακινήσουν τις καρέκλες τους για την πεζή διέλευσή μου, αφού τα τραπέζια των κέντρων διασκέδασης εκτείνονταν απ’ άκρου εις άκρο σε όλο το μήκος του δρόμου.
Για να μη μιλήσουμε για το ακανθώδες ζήτημα της νυχτερινής γαλήνης των κατοίκων της Παλιάς Πόλης που, με κάθε καλή πρόθεση, οραματίζονται οι αξιότιμοι δημοτικοί άρχοντες. Ή μάλλον ας μιλήσουμε… Στα «ρακάδικα», και στα λοιπά κέντρα διασκέδασης της περιοχής, οι θαμώνες αρχίζουν να συναθροίζονται αργά το βράδυ. Ήτοι μετά τις 10-11. Το κάθε κέντρο συναγωνίζεται στην κατά το δυνατό ποιοτικότερη μουσική επένδυση αυτής της «γνήσιας φιλοξενίας», σε βάρος των περιοίκων-αυτήκοων μαρτύρων (με τη χριστιανική, όχι τη νομική έννοια) της περιοχής. Αλλά και χωρίς μουσική υπόκρουση, οι θαμώνες, στο τέλος μιας όμορφης βραδιάς, με λιγότερη ή περισσότερη κατανάλωση ρακής και λοιπών οινοπνευματωδών, άθελά τους δε θα είναι πλέον σε θέση να σεβαστούν το μέτρο και την ευπρέπεια που αρμόζει σε ένα «στενό δρομάκι», όπου ο παραμικρός θόρυβος αντηχεί πολλαπλασιασμένος. Έτσι κάθε βράδυ επικρατεί μια οχλοβοή, από μόνη της, πολλών decibel, η οποία θα λήξει το λιγότερο στις 3-4 το πρωί. Στο μυαλό μου έρχεται μια εκλεκτή μου γειτόνισσα η οποία, στην απορία μου πώς μπορεί και κοιμάται κάθε βράδυ άνωθεν του παραπάνω περιγραφόμενου μπάχαλου, μου εκμυστηρεύτηκε ότι εδώ και μερικά χρόνια, αφού είδε και απόειδε με τις αντιδικίες και με τους καυγάδες, έχει μόνο υπέρμαχο κάθε βράδυ ένα χάπι, που τη βοηθά να κοιμηθεί.
Πρόσφατα με μια παρέα διασχίζαμε την αντίστοιχη γραφική γειτονιά της Ρώμης. Βρήκαμε άδειο ένα τραπέζι έξω από ένα κέντρο διασκέδασης και είπαμε να καθίσουμε. Αμέσως έρχεται ο υπεύθυνος του κέντρου και μας ρωτά από πόσα άτομα συνολικά αποτελείται η παρέα μας. Του απαντήσαμε 8. Αμέσως μας υπέδειξε ευγενικά το εσωτερικό του καταστήματος, λέγοντάς μας ότι έξω δε μπορεί να καθίσει τόσo μεγάλη παρέα. Νευριασμένοι εμείς φύγαμε αναζητώντας άλλο κέντρο. Μας φάνηκε τόσο παράξενο να διώξουν μια μεγάλη παρέα, η οποία θα κατανάλωνε περισσότερα από μια μικρή παρέα. Στο δρόμο καταλάβαμε… Η μεγάλη παρέα προκαλεί μεγάλο θόρυβο, πράγμα που θα ενοχλούσε τους σεβαστούς (εκεί) περιοίκους. Στο δρόμο παρατηρήσαμε ότι τα τραπεζάκια καταλάμβαναν αυστηρά το ένα τρίτο περίπου του οδοστρώματος, ούτε σπιθαμή περισσότερο, οριοθετημένα είτε από πέργκολες με φυτά είτε από τη νοερή πεποίθηση του «μη παρέκει»…
Είναι ευπρόσδεκτη κάθε ανάπτυξη οποιασδήποτε περιοχής, τη στιγμή μάλιστα που η συγκεκριμένη αποτελεί και το ωραιότερο σημείο της πόλης. Άλλωστε το ρεύμα δε γυρίζει πίσω. Η Παλιά Πόλη πρέπει να αναπτυχθεί αφού είναι το σημείο αναφοράς του τουρισμού του Ρεθύμνου. Θεωρώ όμως ότι το τίμημα της ανάπτυξης δεν είναι σωστό να το καταβάλλουν κάποιες ομάδες. Αντίθετα, δε νοείται Παλιά Πόλη δίχως τους κατοίκους της. Εκτός κι αν θέλουμε να έχουμε ένα αποτέλεσμα ερήμωσης και εξειδίκευσης της περιοχής σε συνοικία διασκεδάσεως, με παράλληλη ερήμωσή της από τους κατοίκους της, δηλαδή κάτι σαν τα Λαδάδικα στη Θεσσαλονίκη. Είναι γνωστό ότι μετά από μερικά χρόνια μεγάλης δόξας, τα Λαδάδικα, με εκδιωγμένους τους κατοίκους της και εγκαταλειμμένα από θαμώνες των κέντρων διασκέδασης, είναι πλέον αφημένα στην παρακμή και την ερήμωση.
Θα πρέπει να γίνει αντιληπτή από όλους η ιδιαιτερότητα της περιοχής. Οι (εναπομείναντες) κάτοικοι, εν πλήρη γνώσει της ανάγκης ανάπτυξης της Παλιάς Πόλης, καταβάλλουν ήδη κάθε δυνατή προσπάθεια, ανεκτικότητα και υπομονή για να συνεισφέρουν. Το μαρτυρεί άλλωστε το γεγονός ότι ακόμα δεν έχουν αποφασίσει να προβούν σε δυναμικές κινητοποιήσεις για την προάσπιση του στοιχειώδους δικαιώματός τους στην οικιακή γαλήνη, στο να επιστρέφουν στο σπίτι τους από μια κουραστική ημέρα με τη φιλοδοξία να…κοιμηθούν.
Η νομοθεσία για τις χρήσεις γης έχει προβλέψει τα δέοντα. Χρήζει όμως αντικειμενικής εν προκειμένω εφαρμογής. Δεν μου ανήκει η ισοπεδωτική άποψη του ότι «για όλα φταίει ο Δήμαρχος». Αυτό που συμβαίνει σήμερα θα ίσχυε με οποιονδήποτε Δήμαρχο. Αντίθετα, αυτό που θεωρώ ότι θα πρέπει να αλλάξει είναι πρώτιστα η νοοτροπία των δημοτών. Οι οποίοι θα πρέπει να απαγκιστρωθούν από την ατομικιστική-ωφελιμιστική νοοτροπία της πελατειακής σχέσης με τις Αρχές. Να συνειδητοποιήσουν ότι υπάρχουν νόμοι οι οποίοι αφορούν όλους. Μόνο με τον τρόπο αυτό θα διασφαλισθούν τα εκατέρωθεν συμφέροντα και ανάγκες. Δε μπορεί να επιβιώσει μια ρύθμιση όταν κάποιοι έχουν την πεποίθηση ότι ισχύει μόνο για τους άλλους. Με τα γνωστά και συνήθη αποτελέσματα ασυδοσίας και αναρχίας.
Όσο για τη Δημοτική Αρχή, θα πρέπει, με τη σειρά της, πράγμα κι αυτό δύσκολο, αφενός να μη θεσμοθετεί έχοντας ως πρότυπο παραδείγματα που αποκόμισε από άλλες πόλεις ευνομούμενων χωρών χωρίς προσαρμογή τους στα τοπικά δεδομένα, μόνο και μόνο για να επιδείξει τον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό, και, αφετέρου, να αποκτήσει αποφασιστικότητα στην εφαρμογή των ίδιων των κανονιστικών της πράξεων. Ο φόβος του πολιτικού κόστους θα αντισταθμιστεί από το αποτέλεσμα, το οποίο θα είναι να αποκτήσουμε μια τουριστική πόλη πραγματικά όμορφη και ήσυχη, που τελικά ωφελεί όλους.
Από την πλευρά τους οι φίλοι μου καταστηματάρχες θα πρέπει να συμμορφωθούν στους περιορισμούς, νομικούς και ηθικούς, που τους επιβάλλει η ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης περιοχής: Να τηρούν το ωράριο λειτουργίας που προβλέπει ο νόμος, Να περιοριστούν στα «τραπεζοκαθίσματα» εντός των ορίων που η Δημοτική Αστυνομία έχει υποδείξει. Να περιοριστεί η μουσική σε ανεκτά επίπεδα. Να επιβάλλεται από τους ίδιους η αναγκαία ευπρέπεια στους θαμώνες των καταστημάτων τους.
Επαναλαμβάνω, το όφελος από μια Παλιά Πόλη γραφική, ήσυχη, αλλά και ταυτόχρονα ζωντανή και ευνομούμενη, είναι πολύ σημαντικότερο από οποιοδήποτε ίδιο όφελος.
Σας ευχαριστώ για τη φιλοξενία και για την αφορμή που μου δώσατε να εκθέσω κάποιες σκέψεις, όχι μόνο δικές μου, που καθημερινά «αιωρούνται» στη γειτονιά μου
Πολυχρόνης Αγγελιδάκης
κάτοικος Παλιάς Πόλης
(εφημερίδα Κρητική Επιθεώρηση, Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2005)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου